Pfeil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Pfeil (de) αρσενικό
- το βέλος
- Βέλος (αστερισμός)
Pfeil (de) αρσενικό