duty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
duty | duties |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
duty (en)
- καθήκον, ηθικό χρέος
- it's every citizen's duty to vote
- υπηρεσία
- Ι can't drink because I am on duty
- δασμός σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα