release
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
release | releases |
release (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | release |
γ΄ ενικό ενεστώτα | releases |
αόριστος | released |
παθητική μετοχή | released |
ενεργητική μετοχή | releasing |
release (en)
- απαλλάσσω, αποδεσμεύω
- ↪ The team released three soccer players.
- Η ομάδα αποδέσμευσε τρεις ποδοσφαιριστές.
- ↪ The team released three soccer players.
- ελευθερώνω