release

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɹɪˈliːs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
release releases

release (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας release
γ΄ ενικό ενεστώτα releases
αόριστος released
παθητική μετοχή released
ενεργητική μετοχή releasing

release (en)

  1. απαλλάσσω, αποδεσμεύω
    The team released three soccer players.
    Η ομάδα αποδέσμευσε τρεις ποδοσφαιριστές.
  2. ελευθερώνω