απαλλάσσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.paˈla.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παλ‐λάσ‐σο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]απαλλάσσομαι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάχθηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος, (ενεργ.: απαλλάσσω)
- παθητική φωνή του ρήματος απαλλάσσω
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη απαλλάσσω