καταλύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλύω, στη θρησκευτική σημασία: < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταλύω < αρχαία ελληνική καταλύω < κατα- + λύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λύ‐ω

καταλύω, αόρ.: κατέλυσα, παθ.φωνή: καταλύομαι, π.αόρ.: καταλύθηκα, μτχ.π.π.: καταλυμένος

  1. διαλύω, καταστρέφω, παραλύω, καταργώ
  2. (θρησκεία) σταματάω τη νηστεία τρώγοντας τροφές αρτυμένες
    άλλες μορφές: καταλώ, κατελώ
  3. (θρησκεία) κοινωνώ την υπόλοιπη Θεία Κοινωνία που έχει απομείνει στο δισκοπότηρο (για ιερέα)
  4. (μόνο στην ενεργητική φωνή)
    1. [2](λόγιο) διαμένω σε κατάλυμα, σε χώρο προσωρινής διαμονής
    2. [2] (χημεία) δρω σαν / ως καταλύτης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλύω < κατα- + λύω

καταλύω

  1. καταρρίπτω, καταστρέφω
  2. (για πολιτικά συστήματα), διαλύω, καταργώ, καταστέλλω, ανατρέπω
  3. διαλύω, καταργώ πολιτικό ή στρατιωτικό σώμα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 72.1
    ταῦτα δὲ ποιήσας δεύτερα τὴν βουλὴν καταλύειν ἐπειρᾶτο, τριηκοσίοισι δὲ τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς ἐνεχείριζε.
    Δεύτερη ενέργειά του ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πράξη του: να καταργήσει τη βουλή και να δώσει όλα τ᾽ αξιώματα στα χέρια τριακοσίων οπαδών του Ισαγόρα.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  4. παραμελώ τη φύλαξη, αμελώ τη φρούρηση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 2
    φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι.
    Μαθαίνω πώς χαλά η φρουρά της νύχτας.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  5. τελειώνω, φέρνω εις πέρας
  6. κατεβάζω κάτι που κρέμεται από τον τοίχο
  7. λύνω από τον ζυγό, ξεζεύω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 28
    ἀλλ᾽ εἴπ᾽, ἤ σφωϊν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους,
    Και τώρα πες μου, να τους ξεπεζέψουμε τα γρήγορα άλογα,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  8. μένω, διαμένω
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Κλέπτης καὶ πανδοχεύς, 301.1
    κλέπτης κατέλυσεν ἔν τινι πανδοχείῳ.
    Μια φορά ένας κλέφτης κατέλυσε σε κάποιο πανδοχείο.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr Απόσπασμα από το μύθο: Ο κλέφτης και ο πανδοχέας.
  9. (στη μέση φωνή καταλύομαι) πεθαίνω
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 146
    φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
    Αλίμονο! Αλίμονο! Ας γινόταν να βρω τη γαλήνη στον θάνατο
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  10. (για πόλεμο) παύω, σταματώ
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 47.3
    καταλύειν δὲ μὴ ἐξεῖναι τὸν πόλεμον πρὸς ταύτην τὴν πόλιν μηδεμιᾷ τῶν πόλεων, ἢν μὴ ἁπάσαις δοκῇ.
    Κανένας από τους συμμάχους δεν θα κάνει ειρήνη με τον εχθρό αυτόν, χωρίς την συμφωνία των άλλων συμμάχων.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  11. (για ειρήνη) παραβιάζω, καταπατώ
  12. (στη μέση φωνή) συνάπτω ειρήνη
  13. (στην παθητική φωνή) καταβιβάζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λύω

Αναφορές

[επεξεργασία]