ξεζεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεζεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεζεύγω και ξεζεύγνω < ξε και αρχαία ελληνική ζεύγνυμι
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεζεύω
- λύνω τα ζευγμένα βόδια ή τους ημίονους
- (παρωχημένο) κατά το μεσαίωνα σήμαινε και το χωρισμό του ζευγαριού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεζεύω
|