καταλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλώ < μεσαιωνική ελληνική καταλώ < καταλύω < αρχαία ελληνική καταλύω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταλώ
- (λαϊκότροπο) (θρησκεία) άλλη μορφή του καταλύω, σταματάω τη νηστεία τρώγοντας τροφές αρτυμένες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλώ
|