hear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας hear
γ΄ ενικό ενεστώτα hears
αόριστος heard
παθητική μετοχή heard
ενεργητική μετοχή hearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /hɪə(ɹ)/ & /hɪː(ɹ)/
ομόηχο: here

Ρήμα[επεξεργασία]

hear (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακούω ήχους με τα αυτιά μου
    Can you hear me?
    Μπορείς να με ακούσεις;
    Can you hear anything?
    Ακούς τίποτα;
    He doesn’t hear well.
    Δεν ακούει καλά.
    I heard him laughing/say so.
    Τον άκουσα να γελάει/να το λέει.
    The noise could be heard from the road/from a mile away.
    Η φασαρία ακουγόταν από το δρόμο/από ένα μίλι.
    συγκρίνετε με το listen
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακούω, μαθαίνω κάποιες πληροφορίες
    Did you hear the news/about his illness?
    Άκουσες/έμαθες τα νέα/για την αρρώστεια του;
    I hear you’re going abroad.
    Ακούω πως θα πας στο εξωτερικό.
    I hear you switched jobs - is the work easier at the new place?
    Μαθαίνω άλλαξες δουλειά - είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;

Πηγές[επεξεργασία]