hearing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hearing | hearings |
hearing (en)
- η ακοή
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
hearing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του hear