οἰκωφελία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οἰκωφελία < οἰκωφελής < οἶκος + ὀφέλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οἰκωφελία

  • η επιμέλεια του οίκου

Συγγενικά

[επεξεργασία]