πλακάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πλακάς | οι | πλακάδες |
γενική | του | πλακά | των | πλακάδων |
αιτιατική | τον | πλακά | τους | πλακάδες |
κλητική | πλακά | πλακάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλακάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλακάς αρσενικό