τοίχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοίχος | οι | τοίχοι |
γενική | του | τοίχου | των | τοίχων |
αιτιατική | τον | τοίχο | τους | τοίχους |
κλητική | τοίχε | τοίχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοίχος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική τοῖχος, παράλληλος τύπος του τεῖχος. Συγκρίνετε με το τείχος.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈti.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τοί‐χος
- ομόηχο: τείχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοίχος αρσενικό
- κατασκεύασμα από διάφορα δομικά υλικά, π.χ. πέτρες, τούβλα κ.λπ., τα οποία τοποθετούνται το ένα πάνω στο άλλο, περιβάλλοντας εξωτερικά ένα κτίσμα ή χωρίζοντάς το εσωτερικά
- ※ Κοιτάζει τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων. Είναι «βαμμένοι». Καλυμμένοι με γκράφιτι, καλικαντζούρες και ορνιθοσκαλίσματα . Το μάτι κολλάει πάνω τους αφηρημένο, καταγράφει, χωρίς απαραιτήτως να βγάζει κάποιο νόημα. Πού και πού διαβάζει συνθήματα. Δηλώσεις και παραγγέλματα. (Μαριαλένα Σεμιτέκολου, Ακουαρέλα, εκδ. Ίκαρου, 2022)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
τειχ-
τειχ-
παράγωγα και σύνθετα
- απεριτοίχιστος
- αποτοιχίζω, αποτοιχίζομαι
- αποτοίχιση
- αποτοιχισμένος
- ασβεστότοιχος
- ατοίχιστος
- ατοιχοκόλλητα (επίρρημα)
- ατοιχοκόλλητος
- αυλότοιχος
- γαιότοιχος
- γυμνότοιχος
- γυροτοίχι
- διατοιχίζω, διατοιχίζομαι
- διατοίχιση
- διατοίχισμα
- διατοιχισμένος
- διατοιχισμός
- εντοιχίζω, εντοιχίζομαι
- εντοίχιση
- εντοίχισμα
- εντοιχισμένος
- εντοιχισμός
- επιτοίχιος
- επίτοιχος
- καστρότοιχος
- κισσότοιχος
- κρηπιδότοιχος
- λιθότοιχος
- μαντρότοιχος
- μεσοτοίχι
- μεσοτοιχία
- μεσότοιχο (ουδέτερο)
- μεσότοιχος
- ξερότοιχο (ουδέτερο)
- ξερότοιχος
- ξυλότοιχος
- ξώτοιχος
- οξώτοιχος
- ομότοιχος
- περιτειχίζω, περιτοιχίζομαι
- περιτοίχιση
- περιτοίχισμα
- περιτοιχισμένος
- περιτοιχισμός
- περίτοιχος
- πετρότοιχος
- πλινθότοιχος
- ριζοτοίχι
- σανιδότοιχος
- σώτοιχος
- τοιχαλάκι
- τοιχάκι
- τοιχαρχία
- τοιχί & σύνθετα
- τοιχίζομαι
- τοιχίο
- τοίχιος
- τοίχιση
- τοιχόβαθρο
- τοιχογράφημα
- τοιχογραφημένος
- τοιχογράφηση
- τοιχογραφία
- τοιχογραφικός
- τοιχογράφος
- τοιχογραφώ, τοιχογραφούμαι
- τοιχογύρι
- τοιχογυρίζω, τοιχογυρίζομαι
- τοιχογυρισιά
- τοιχογύρισμα
- τοιχογυρισμένος
- τοιχογύριστος
- τοιχοδομή
- τοιχοδόμηση
- τοιχοδομία
- τοιχοδόμος
- τοιχοδομώ, τοιχοδομούμαι
- τοιχοζωγράφιστος
- τοιχοκολλάω, τοιχοκολλιέμαι / τοιχοκολλώ, τοιχοκολλούμαι / τοιχοκολλώμαι
- τοιχοκόλλημα
- τοιχοκολλημένος
- τοιχοκόλληση
- τοιχοκολλητρής, τοιχοκολλήτρια
- τοιχοκολλώ
- τοιχοκτισμένος
- τοιχοποιία
- τοιχόπορτα
- τοιχόστρωση
- τοιχόχαρτο
- τοίχωμα
- τσιμεντότοιχος
- υαλότοιχος
- χαμηλότοιχος
- ψευδότοιχος
- ψευτότοιχος
- → δείτε και τη λέξη τείχος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοίχος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τοίχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τοίχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)