wall
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
wall
walls
wall
(en)
ο
τοίχος
το
τείχος
(από πέτρες ή μεταφορικά)
το
τοίχωμα
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Get shortened URL
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Ænglisc
العربية
Asturianu
Aymar aru
Azərbaycanca
Български
বাংলা
Brezhoneg
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Frysk
Gaeilge
Galego
Gaelg
हिन्दी
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
മലയാളം
Монгол
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
ਪੰਜਾਬੀ
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Српски / srpski
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Українська
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
Walon
中文
IsiZulu