τοιχογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοιχογραφώ < μεσαιωνική ελληνική τοιχογραφώ[1] < ελληνιστική κοινή τοιχογράφος < αρχαία ελληνική τοῖχος + γράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

τοιχογραφώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. τοιχογραφώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)