εντοίχιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντοίχιση | οι | εντοιχίσεις |
γενική | της | εντοίχισης* | των | εντοιχίσεων |
αιτιατική | την | εντοίχιση | τις | εντοιχίσεις |
κλητική | εντοίχιση | εντοιχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντοιχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εντοίχιση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εντοίχιση
→ δείτε τη λέξη εντοιχισμός |