mur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mur | murs |
mur (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mur (ca)
- το τείχος
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | murs | mur |
cas régime | mur | murs |
mur αρσενικό
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mur (pl)
- το τείχος
- (αθλητισμός) το τείχος
- πλινθόκτιστος ή λιθόκτιστος εξωτερικός τοίχος ή φράχτης