murette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
murette | murettes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
murette (fr) θηλυκό
- το τοιχάκι
ενικός | πληθυντικός |
murette | murettes |
murette (fr) θηλυκό