γαιότοιχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαιότοιχος αρσενικό
- τοίχος (συνήθως μαντρότοιχος) φτιαγμένος από λάσπη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαιότοιχος
|