αποτοιχίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτοιχίζω < απο- + τοίχος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποτοιχίζω (παθητική φωνή: αποτοιχίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]