τοιχοδομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοιχοδομώ < ελληνιστική κοινή τοιχοδομέω[1] / τοιχοδομῶ < αρχαία ελληνική τοῖχος + δόμος
Ρήμα
[επεξεργασία]τοιχοδομώ (παθητική φωνή: τοιχοδομούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τοιχοδομή
- τοιχοδομημένος
- τοιχοδόμηση
- τοιχοδομία
- τοιχοδόμος
- → δείτε τις λέξεις τοίχος και δόμος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τοιχοδομώ | τοιχοδομούσα | θα τοιχοδομώ | να τοιχοδομώ | τοιχοδομώντας | |
β' ενικ. | τοιχοδομείς | τοιχοδομούσες | θα τοιχοδομείς | να τοιχοδομείς | (τοιχοδόμει) | |
γ' ενικ. | τοιχοδομεί | τοιχοδομούσε | θα τοιχοδομεί | να τοιχοδομεί | ||
α' πληθ. | τοιχοδομούμε | τοιχοδομούσαμε | θα τοιχοδομούμε | να τοιχοδομούμε | ||
β' πληθ. | τοιχοδομείτε | τοιχοδομούσατε | θα τοιχοδομείτε | να τοιχοδομείτε | τοιχοδομείτε | |
γ' πληθ. | τοιχοδομούν(ε) | τοιχοδομούσαν(ε) | θα τοιχοδομούν(ε) | να τοιχοδομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τοιχοδόμησα | θα τοιχοδομήσω | να τοιχοδομήσω | τοιχοδομήσει | ||
β' ενικ. | τοιχοδόμησες | θα τοιχοδομήσεις | να τοιχοδομήσεις | τοιχοδόμησε | ||
γ' ενικ. | τοιχοδόμησε | θα τοιχοδομήσει | να τοιχοδομήσει | |||
α' πληθ. | τοιχοδομήσαμε | θα τοιχοδομήσουμε | να τοιχοδομήσουμε | |||
β' πληθ. | τοιχοδομήσατε | θα τοιχοδομήσετε | να τοιχοδομήσετε | τοιχοδομήστε | ||
γ' πληθ. | τοιχοδόμησαν τοιχοδομήσαν(ε) |
θα τοιχοδομήσουν(ε) | να τοιχοδομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τοιχοδομήσει | είχα τοιχοδομήσει | θα έχω τοιχοδομήσει | να έχω τοιχοδομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τοιχοδομήσει | είχες τοιχοδομήσει | θα έχεις τοιχοδομήσει | να έχεις τοιχοδομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τοιχοδομήσει | είχε τοιχοδομήσει | θα έχει τοιχοδομήσει | να έχει τοιχοδομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τοιχοδομήσει | είχαμε τοιχοδομήσει | θα έχουμε τοιχοδομήσει | να έχουμε τοιχοδομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τοιχοδομήσει | είχατε τοιχοδομήσει | θα έχετε τοιχοδομήσει | να έχετε τοιχοδομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τοιχοδομήσει | είχαν τοιχοδομήσει | θα έχουν τοιχοδομήσει | να έχουν τοιχοδομήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοιχοδομώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τοιχοδομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.