τοιχοδομούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]τοιχοδομούμαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος τοιχοδομώ
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τοιχοδομούμαι | τοιχοδομούμουν | θα τοιχοδομούμαι | να τοιχοδομούμαι | ||
β' ενικ. | τοιχοδομείσαι | τοιχοδομούσουν | θα τοιχοδομείσαι | να τοιχοδομείσαι | ||
γ' ενικ. | τοιχοδομείται | τοιχοδομούνταν | θα τοιχοδομείται | να τοιχοδομείται | ||
α' πληθ. | τοιχοδομούμαστε | τοιχοδομούμασταν τοιχοδομούμαστε |
θα τοιχοδομούμαστε | να τοιχοδομούμαστε | ||
β' πληθ. | τοιχοδομείστε | τοιχοδομούσασταν τοιχοδομούσαστε |
θα τοιχοδομείστε | να τοιχοδομείστε | τοιχοδομείστε | |
γ' πληθ. | τοιχοδομούνται | τοιχοδομούνταν | θα τοιχοδομούνται | να τοιχοδομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τοιχοδομήθηκα | θα τοιχοδομηθώ | να τοιχοδομηθώ | τοιχοδομηθεί | ||
β' ενικ. | τοιχοδομήθηκες | θα τοιχοδομηθείς | να τοιχοδομηθείς | τοιχοδομήσου | ||
γ' ενικ. | τοιχοδομήθηκε | θα τοιχοδομηθεί | να τοιχοδομηθεί | |||
α' πληθ. | τοιχοδομηθήκαμε | θα τοιχοδομηθούμε | να τοιχοδομηθούμε | |||
β' πληθ. | τοιχοδομηθήκατε | θα τοιχοδομηθείτε | να τοιχοδομηθείτε | τοιχοδομηθείτε | ||
γ' πληθ. | τοιχοδομήθηκαν τοιχοδομηθήκαν(ε) |
θα τοιχοδομηθούν(ε) | να τοιχοδομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τοιχοδομηθεί | είχα τοιχοδομηθεί | θα έχω τοιχοδομηθεί | να έχω τοιχοδομηθεί | τοιχοδομημένος | |
β' ενικ. | έχεις τοιχοδομηθεί | είχες τοιχοδομηθεί | θα έχεις τοιχοδομηθεί | να έχεις τοιχοδομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τοιχοδομηθεί | είχε τοιχοδομηθεί | θα έχει τοιχοδομηθεί | να έχει τοιχοδομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τοιχοδομηθεί | είχαμε τοιχοδομηθεί | θα έχουμε τοιχοδομηθεί | να έχουμε τοιχοδομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τοιχοδομηθεί | είχατε τοιχοδομηθεί | θα έχετε τοιχοδομηθεί | να έχετε τοιχοδομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τοιχοδομηθεί | είχαν τοιχοδομηθεί | θα έχουν τοιχοδομηθεί | να έχουν τοιχοδομηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοιχοδομούμαι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τοιχοδομούμαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)