υπόγειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόγειο τα υπόγεια
      γενική του υπογείου
υπόγειου
των υπογείων
    αιτιατική το υπόγειο τα υπόγεια
     κλητική υπόγειο υπόγεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπόγειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπόγειος
Υπόγειο με παράθυρο.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐γει‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπόγειο ουδέτερο

  • όροφος κτίσματος ο οποίος βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους
    στο υπόγειο έχουμε ένα κελάρι και το πλυσταριό
    τα γραφεία των επιστημόνων βρίσκονται στο τρίτο υπόγειο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

υπόγειο