υπόγειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπόγειο | τα | υπόγεια |
γενική | του | υπογείου | των | υπογείων |
αιτιατική | το | υπόγειο | τα | υπόγεια |
κλητική | υπόγειο | υπόγεια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόγειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπόγειος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpɔ.ʝi.ɔ/
- συλλαβισμός : υ‐πό‐γει‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόγειο ουδέτερο
- όροφος κτίσματος ο οποίος βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους
- στο υπόγειο έχουμε ένα κελάρι και το πλυσταριό
- τα γραφεία των επιστημόνων βρίσκονται στο τρίτο υπόγειο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υπόγειο