Μετάβαση στο περιεχόμενο

stun

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας stun
γ΄ ενικό ενεστώτα stuns
αόριστος stunned
παθητική μετοχή stunned
ενεργητική μετοχή stunning

stun (en)

  • μένω ξερός, εκπλήσσω κάποιον τόσο πολύ που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά ή να μιλήσει
      They were all stunned by the terrible news.
    Έμειναν όλοι ξεροί με τα φοβερά νέα.
      His refusal stunned me.
    Με εξέπληξε η άρνησή του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη astonish