stupeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stupeur | stupeurs |
stupeur (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η νάρκωση
- αυτή η κατάσταση, όπου το πρόσωπο παραμένει ανέκφραστο
- η κατάπληξη