αιφνιδιαστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιφνιδιαστικός < αιφνιδιάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]αιφνιδιαστικός
- που αφορά τον αιφνιδιασμό
- που γίνεται με σκοπό τον αιφνιδιασμό
αιφνιδιαστικός