αναπάντεχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αναπάντεχος, -η, -ο
- που δεν περιμέναμε ότι θα έρθει ή θα συμβεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- απάντεχος, αμπάντεχος (ιδιωματικά)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναπάντεχα (επίρρημα)