unexpected
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unexpected |
συγκριτικός | more unexpected |
υπερθετικός | most unexpected |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʌnɪksˈpektɪd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ʌnɪkˈspɛktɪd/ (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
unexpected (en)
- αναπάντεχος, απροσδόκητος, απρόσμενος, απρόοπτος
- ↪ an unexpected gift - ένα απρόσημενο δώρο