απρόβλεπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απρόβλεπτος η απρόβλεπτη το απρόβλεπτο
      γενική του απρόβλεπτου της απρόβλεπτης του απρόβλεπτου
    αιτιατική τον απρόβλεπτο την απρόβλεπτη το απρόβλεπτο
     κλητική απρόβλεπτε απρόβλεπτη απρόβλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απρόβλεπτοι οι απρόβλεπτες τα απρόβλεπτα
      γενική των απρόβλεπτων των απρόβλεπτων των απρόβλεπτων
    αιτιατική τους απρόβλεπτους τις απρόβλεπτες τα απρόβλεπτα
     κλητική απρόβλεπτοι απρόβλεπτες απρόβλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απρόβλεπτος < α- στερητικό + προβλεπτός

Επίθετο[επεξεργασία]

απρόβλεπτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]