incalculable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]incalculable (en)
- ανυπολόγιστος
- απρόβλεπτος (για χαρακτήρα)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
incalculable | incalculables |
incalculable (fr) αρσενικό ή θηλυκό