Μετάβαση στο περιεχόμενο

unforeseen

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unforeseen < un- + forseen

Επίθετο

[επεξεργασία]

unforeseen (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απρόβλεπτος, απρόοπτος, που δεν έχει προβλεφθεί, που δεν τον περιμέναμε
    παράδειγμα  There is a provision for a special fund for unforeseen expenses.
    Υπάρχει πρόβλεψη ενός ειδικού κονδυλίου για απρόβλεπτα έξοδα.
    παράδειγμα  unforeseen developments - απρόοπτες εξελίξεις
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unexpected