unforeseen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]unforeseen (en) (χωρίς παραθετικά)
- απρόβλεπτος, απρόοπτος, που δεν έχει προβλεφθεί, που δεν τον περιμέναμε
- ⮡ There is a provision for a special fund for unforeseen expenses.
- Υπάρχει πρόβλεψη ενός ειδικού κονδυλίου για απρόβλεπτα έξοδα.
- ⮡ unforeseen developments - απρόοπτες εξελίξεις
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unexpected
- ⮡ There is a provision for a special fund for unforeseen expenses.