unexpectedly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unexpectedly
συγκριτικός more unexpectedly
υπερθετικός most unexpectedly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unexpectedly < unexpected + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

unexpectedly (en)

  • απροσδόκητα, απρόσμενα, αναπάντεχα
    Developments took an unexpectedly favorable turn.
    Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
    It came suddenly and unexpectedly.
    Ήρθε ξαφνικά και απρόσμενα.
    She met him unexpectedly.
    Τον αντάμωσε αναπάντεχα.

Πηγές[επεξεργασία]