unexpectedly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unexpectedly |
συγκριτικός | more unexpectedly |
υπερθετικός | most unexpectedly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unexpectedly < unexpected + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
unexpectedly (en)
- απροσδόκητα, απρόσμενα, αναπάντεχα
- ↪ Developments took an unexpectedly favorable turn.
- Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
- ↪ It came suddenly and unexpectedly.
- Ήρθε ξαφνικά και απρόσμενα.
- ↪ She met him unexpectedly.
- Τον αντάμωσε αναπάντεχα.
- ↪ Developments took an unexpectedly favorable turn.