αιφνιδιαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιφνιδιαστικά < αιφνιδιαστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αιφνιδιαστικά
- κατά αιφνιδιαστικό τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αιφνιδιαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιφνιδιαστικό