Μετάβαση στο περιεχόμενο

consternation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
consternation consternations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consternation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]