τότε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τότε < αρχαία ελληνική τότε
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
τότε
- το χρονικό διάστημα το οποίο αναφέρθηκε προηγούμενα στην πρόταση
- σε αυτήν την περίπτωση, εν τοιαύτη περιπτώσει, άρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονικό
επεξηγηματικό
|
Επίθετο[επεξεργασία]
τότε άκλιτο
- εκείνης της περιόδου
- οι τότε άρχοντες του νησιού δεν αντέδρασαν
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τότε < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
τότε
- σε αυτήν την περίπτωση
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)