τότε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τότε < αρχαία ελληνική τότε

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈto.te/

Επίρρημα[επεξεργασία]

τότε

  1. το χρονικό διάστημα το οποίο αναφέρθηκε προηγούμενα στην πρόταση
  2. σε αυτήν την περίπτωση, εν τοιαύτη περιπτώσει, άρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

τότε άκλιτο

  • εκείνης της περιόδου
    οι τότε άρχοντες του νησιού δεν αντέδρασαν

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τότε < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

τότε

  • σε αυτήν την περίπτωση