Μετάβαση στο περιεχόμενο

credible

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός credible
συγκριτικός more credible
υπερθετικός most credible

Επίθετο

[επεξεργασία]

credible (en)

  • αξιόπιστος, που μπορεί κανείς να πιστέψει ή να εμπιστευτεί
      credible information - αξιόπιστες πληροφορίες
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη dependable