πιστοληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστοληπτικός < πιστολήπτης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πιστοληπτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πιστολήπτη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστοληπτικός
|