πιστολήπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιστολήπτης οι πιστολήπτες
      γενική του πιστολήπτη των πιστοληπτών
    αιτιατική τον πιστολήπτη τους πιστολήπτες
     κλητική πιστολήπτη πιστολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστολήπτης < πίστη + -ο- + -λήπτης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική débiteur[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστολήπτης αρσενικό (θηλυκό πιστολήπτρια)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πιστολήπτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)