διαδοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαδοχή | οι | διαδοχές |
γενική | της | διαδοχής | των | διαδοχών |
αιτιατική | τη | διαδοχή | τις | διαδοχές |
κλητική | διαδοχή | διαδοχές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδοχή < αρχαία ελληνική διαδοχή < διαδέχομαι < διά + δέχομαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική succession)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.ðɔˈxi/ και /ðʝa.ðɔˈxi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαδοχή θηλυκό
- η ενέργεια του διαδέχομαι
- η ανάληψη αξιώματος ή θέσης που μέχρι πρότινος κατείχε κάποιος άλλος
- η ακολούθηση κάποιου πράγματος, φαινομένου κ.λπ. από κάτι άλλο
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαδέχομαι και δέχομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλουχική ακολουθία
|
|
ιεραρχημένη διάταξη
|
|
μεταβίβαση βασιλικής εξουσίας
|