καταδεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταδεκτικός < ελληνιστική κοινή καταδεκτικός < αρχαία ελληνική καταδέχομαι
Επίθετο
[επεξεργασία]καταδεκτικός
- που καταδέχεται ή αποδέχεται άλλους