διάδοχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάδοχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάδοχος < διαδέχομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈði̯a.ðo.xos/ & /ˈðʝa.ðo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐δο‐χος

Επίθετο

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάδοχος η διάδοχη το διάδοχο
      γενική του διάδοχου της διάδοχης του διάδοχου
    αιτιατική τον διάδοχο τη διάδοχη το διάδοχο
     κλητική διάδοχε διάδοχη διάδοχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάδοχοι οι διάδοχες τα διάδοχα
      γενική των διάδοχων των διάδοχων των διάδοχων
    αιτιατική τους διάδοχους τις διάδοχες τα διάδοχα
     κλητική διάδοχοι διάδοχες διάδοχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διάδοχος, -η, -ο

  • που διαδέχεται, παίρνει τη θέση του προηγουμένου του
    ⮡  διάδοχη κατάσταση, διάδοχο σχήμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διάδοχος οι διάδοχοι
      γενική του/της διαδόχου των διαδόχων
    αιτιατική τον/τη διάδοχο τους/τις διαδόχους
     κλητική διάδοχε διάδοχοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

διάδοχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο επόμενος σε μια σειρά διαδοχής, αυτός που αναμένεται να διαδεχτεί ή έχει διαδεχτεί
    ⮡  ο διάδοχος του θρόνου
    ⮡  ο παραιτηθείς υπουργός παρέδωσε το υπουργείο στο διάδοχό του
  2. (οικείο) ο πρωτότοκος γιος
    ⮡  τι χαζομπαμπάς! όλο με το διάδοχο ασχολείται

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάδοχος < διαδέχομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάδοχος τὸ διάδοχον
      γενική τοῦ/τῆς διαδόχου τοῦ διαδόχου
      δοτική τῷ/τῇ διαδόχ τῷ διαδόχ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάδοχον τὸ διάδοχον
     κλητική ! διάδοχε διάδοχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάδοχοι τὰ διάδοχ
      γενική τῶν διαδόχων τῶν διαδόχων
      δοτική τοῖς/ταῖς διαδόχοις τοῖς διαδόχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαδόχους τὰ διάδοχ
     κλητική ! διάδοχοι διάδοχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαδόχω τὼ διαδόχω
      γεν-δοτ τοῖν διαδόχοιν τοῖν διαδόχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διάδοχος, -ος, -ον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάδοχος οἱ διάδοχοι
      γενική τοῦ διαδόχου τῶν διαδόχων
      δοτική τῷ διαδόχ τοῖς διαδόχοις
    αιτιατική τὸν διάδοχον τοὺς διαδόχους
     κλητική ! διάδοχε διάδοχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαδόχω
γεν-δοτ τοῖν  διαδόχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

διάδοχος