accept

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας accept
γ΄ ενικό ενεστώτα accepts
αόριστος accepted
παθητική μετοχή accepted
ενεργητική μετοχή accepting

Ρήμα[επεξεργασία]

accept (en)

  1. (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι αποδεκτός, συμφωνώ ή εγκρίνω κάτι
    We are not going to accept your proposal.
    Δεν πρόκειται να δεχτούμε την πρότασή σας.
    The proposal was unanimously accepted.
    Η πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή.
    The lawsuit was not accepted by the court.
    Η αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.
     συνώνυμα: approve
  2. (μεταβατικό) αποδέχομαι, συνεχίζω σε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς να παραπονιέμαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορώ να την αλλάξω
    Why haven’t we accepted the situation?
    Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;
  3. (μεταβατικό) γίνομαι αποδεκτός, κάνω κάποιον να νιώθει ευπρόσδεκτος και μέλος μιας ομάδας
    Foreigners are not easily accepted by the locals.
    Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους.

Πηγές[επεξεργασία]