accept
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | accept |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accepts |
αόριστος | accepted |
παθητική μετοχή | accepted |
ενεργητική μετοχή | accepting |
Ρήμα[επεξεργασία]
accept (en)
- (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι αποδεκτός, συμφωνώ ή εγκρίνω κάτι
- (μεταβατικό) αποδέχομαι, συνεχίζω σε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς να παραπονιέμαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορώ να την αλλάξω
- ↪ Why haven’t we accepted the situation?
- Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;
- ↪ Why haven’t we accepted the situation?
- (μεταβατικό) γίνομαι αποδεκτός, κάνω κάποιον να νιώθει ευπρόσδεκτος και μέλος μιας ομάδας
- ↪ Foreigners are not easily accepted by the locals.
- Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους.
- ↪ Foreigners are not easily accepted by the locals.