gaan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
gaan (af)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
gaan (nl) (αόρ. : ging, παθ. μτχ. : gegaan)