ir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ir (es) ενεστ.: voy, αορ.: fui, μετοχή: ido

  1. πηγαίνω
  2. ire a: πρόκειται να
  3. → δείτε τη λέξη irse

Κλίση[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Λιθουανικά (lt)[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

ir (lt)



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ir (pt)