ido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ido (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ido | idoj |
αιτιατική | idon | idojn |
ido (eo)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ido (es)
- μετοχή του ρήματος ir
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ίντο