grudge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
grudge grudges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grudge (en)

  • το άχτι, η κακία
    ⮡  I have a grudge against him.
    Τον έχω άχτι.
    ⮡  He greeted us lovingly to show that he had no grudge against us.
    Μας χαιρέτησε με αγάπη να δείξει πως δε μας κρατούσε κακία.