grudge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grudge | grudges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grudge (en)
- το άχτι, η κακία
- ⮡ I have a grudge against him.
- Τον έχω άχτι.
- ⮡ He greeted us lovingly to show that he had no grudge against us.
- Μας χαιρέτησε με αγάπη να δείξει πως δε μας κρατούσε κακία.
- ⮡ I have a grudge against him.
Πηγές
[επεξεργασία]- grudge - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 151. ISBN 9780194325684., λήμμα: άχτι