Μετάβαση στο περιεχόμενο

αντιπαθώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀντιπαθῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιπαθώ < (ελληνιστική κοινή) ἀντιπαθέω / ἀντιπαθῶ < αρχαία ελληνική ἀντιπαθής < ἀντί + πάθος < πάσχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.di.paˈθo/

αντιπαθώ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]