Μετάβαση στο περιεχόμενο

give

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας give
γ΄ ενικό ενεστώτα gives
αόριστος gave
παθητική μετοχή given
ενεργητική μετοχή giving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

give (en)

  1. (μεταβατικό) δίνω, παρέχω κάτι σε κάποιον
    παράδειγμα  She gave him two children.
    Του έκανε δυο παιδιά.
    παράδειγμα  Give it another coat of paint.
    Να το περάσεις κι άλλο ένα χέρι χρώμα.
  2. (μεταβατικό) βγάζω, κάνω, παράγω κάτι, χρησιμοποιείται με ένα ουσιαστικό για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ενέργεια, δίνοντας την ίδια σημασία με το σχετικό ρήμα
    παράδειγμα  I give a sigh/groan.
    Βγάζω αναστεναγμό/βογγητό.
    παράδειγμα  I give a cry/moan.
    Βγάζω κραυγή/βόγκο.
    παράδειγμα  They gave him a cool reception.
    Του έκαναν ψυχρή υποδοχή.
  3. (μεταβατικό) βάζω, βαθμολογώ κάποιον ή κάτι
    παράδειγμα  The teacher gave me a very good grade in math.
    Η δασκάλα μού έβαλε πολύ καλό βαθμό στα μαθηματικά.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]