give

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας give
γ΄ ενικό ενεστώτα gives
αόριστος gave
παθητική μετοχή given
ενεργητική μετοχή giving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

give (en)

  1. (μεταβατικό) δίνω, παρέχω κάτι σε κάποιον
    She gave him two children.
    Του έκανε δυο παιδιά.
    Give it another coat of paint.
    Να το περάσεις κι άλλο ένα χέρι χρώμα.
  2. (μεταβατικό) βγάζω, παράγω κάτι, χρησιμοποιείται με ένα ουσιαστικό για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ενέργεια, δίνοντας την ίδια σημασία με το σχετικό ρήμα
    I give a sigh/groan.
    Βγάζω αναστεναγμό/βογγητό.
    I give a cry/moan.
    Βγάζω κραυγή/βόγκο.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]