given

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
given < give + -n

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός given
συγκριτικός more given
υπερθετικός most given

given (en)

  1. δεδομένου
    Given the number of people who showed up, it's a wonder the neighbors never complained about the noise/
    λείπει η μετάφραση
  2. δοθείς
    given the opportunity: ευκαιρίας δοθείσης
  3. ορισμένος, δεδομένος
    We can track which search topics are the hottest at a given time.
    λείπει η μετάφραση
  4. επιρρεπής
    He is given to outbursts of anger from time to time.
    λείπει η μετάφραση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
given givens

given (en)

  • το δεδομένο, ένα γεγονός ή στοιχείο που είναι ήδη γνωστό
    It is a given that she will go.
    Είναι δεδομένο ότι θα πάει.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

given (en)