δοθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοθείς < από την αρχαία μετοχή δοθείς, δοθεῖσα, δοθέν, του παθητικού αορίστου ἐδόθην, του ρήματος δίδομαι < δίδωμι
Μετοχή[επεξεργασία]
δοθείς, δοθείσα, δοθέν
- Ευκαιρίας δοθείσης
- Αρνήθηκε, δοθέντος ότι εξαρχής διαφωνούσε
- Βρείτε την απόσταση Χ του δοθέντος σημείου...
- Δοθέντος ενός ακεραίου k, να βρεθεί...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοθέντος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δοθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δίδομαι
- θα δοθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δίδομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | δοθείς | δοθεῖσα | δοθέν | δοθέντες | δοθεῖσαι | δοθέντα |
Γενική | δοθέντος | δοθείσης | δοθέντος | δοθέντων | δοθεισῶν | δοθέντων |
Δοτική | δοθέντι | δοθείσῃ | δοθέντι | δοθεῖσι | δοθείσαις | δοθεῖσι |
Αιτιατική | δοθέντα | δοθεῖσαν | δοθέν | δοθέντας | δοθείσας | δοθέντα |
Κλητική | δοθείς | δοθεῖσα | δοθέν | δοθέντες | δοθεῖσαι | δοθέντα |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δοθέντε | δοθείσα | ||||
Γενική-Δοτική | δοθέντοιν | δοθείσαιν |
Μετοχή[επεξεργασία]
δοθείς
- μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος δίδομαι