εξαρτημένος τύπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξαρτημένος τύπος οι εξαρτημένοι τύποι
      γενική του εξαρτημένου τύπου των εξαρτημένων τύπων
    αιτιατική τον εξαρτημένο τύπο τους εξαρτημένους τύπους
     κλητική εξαρτημένε τύπε εξαρτημένοι τύποι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαρτημένος τύπος: → δείτε τις λέξεις εξαρτημένος και τύπος (εννοείται: γραμματικός τύπος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eksaɾtiˈmenos ˈtipos/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

εξαρτημένος τύπος αρσενικό

  • (γραμματική) κλιτικός ή ρηματικός τύπος που δε χρησιμοποιείται ποτέ ελεύθερα, μόνος του, αλλά εξαρτάται από άλλες λέξεις για να σχηματίσει νόημα
    Στα νέα ελληνικά, έχουμε εξαρτημένο τύπο στην ενεργητική και παθητική φωνή για το σχηματισμό της παλιότερης υποτακτικής έγκλισης, περιφραστικής προστακτικής και άλλων εγκλίσεων, του μέλλοντα χρόνου, του παρακείμενου.
    παραδειγμα ρήμα γράφω
    εξαρτημένος τύπος ενεργητικής φωνής: γράψω (να γράψω, θα γράψεις, ας γράψει, μόλις γράψουμε, αν γράψετε, έχουν γράψει)
    εξαρτημένος τύπος παθητικής φωνής: γραφτώ (να γραφτώ, θα γραφτείς, ας γραφτεί, μόλις γραφτούμε, αν γραφτείτε, έχω γραφτεί)
    ※  Ο τύπος γράψω, γράψεις, γράψει... δε χρησιμοποιείται μόνος του στη γλώσσα μας (εκτός από λίγες εξαιρέσεις). Τον βρίσκουμε πάντα μαζί με μόρια ή με το ρήμα «έχω», από τα οποία και εξαρτάται. Για τον λόγο αυτό, τον λέμε εξαρτημένο.
    O εξαρτημένος τύπος, όπως διδάσκεται για τα νέα ελληνικά στο σχολείο Φιλιππάκη-Warburton, Γραμματική Ε και ΣΤ Δημοτικού κεφ.10.1 πρόσβαση:2022.01.01.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]