εξαρτημένος τύπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εξαρτημένος τύπος | οι | εξαρτημένοι τύποι |
γενική | του | εξαρτημένου τύπου | των | εξαρτημένων τύπων |
αιτιατική | τον | εξαρτημένο τύπο | τους | εξαρτημένους τύπους |
κλητική | εξαρτημένε τύπε | εξαρτημένοι τύποι | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαρτημένος τύπος: → δείτε τις λέξεις εξαρτημένος και τύπος (εννοείται: γραμματικός τύπος)
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
εξαρτημένος τύπος αρσενικό
- (γραμματική) κλιτικός ή ρηματικός τύπος που δε χρησιμοποιείται ποτέ ελεύθερα, μόνος του, αλλά εξαρτάται από άλλες λέξεις για να σχηματίσει νόημα
- ↪ Στα νέα ελληνικά, έχουμε εξαρτημένο τύπο στην ενεργητική και παθητική φωνή για το σχηματισμό της παλιότερης υποτακτικής έγκλισης, περιφραστικής προστακτικής και άλλων εγκλίσεων, του μέλλοντα χρόνου, του παρακείμενου.
- ※ Ο τύπος γράψω, γράψεις, γράψει... δε χρησιμοποιείται μόνος του στη γλώσσα μας (εκτός από λίγες εξαιρέσεις). Τον βρίσκουμε πάντα μαζί με μόρια ή με το ρήμα «έχω», από τα οποία και εξαρτάται. Για τον λόγο αυτό, τον λέμε εξαρτημένο.
- O εξαρτημένος τύπος, όπως διδάσκεται για τα νέα ελληνικά στο σχολείο Φιλιππάκη-Warburton, Γραμματική Ε και ΣΤ Δημοτικού κεφ.10.1 πρόσβαση:2022.01.01.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)